- καραμελάς
- οαυτός που φτιάχνει ή πουλάει καραμέλες: Τρώει συνέχεια καραμέλες σαν να ήταν ο πατέρας του καραμελάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καραμελάς — και καραμελλάς [καραμέλα] παρασκευαστής ή πωλητής καραμελών και άλλων ζαχαρωτών, πλανόδιος ζαχαροπλάστης … Dictionary of Greek
παστίλια — η 1. φαρμακευτικό δισκίο, χάπι 2. είδος καραμέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastiglia] … Dictionary of Greek
τρίγωνος — η, ο / τρίγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» μικρός δερματικός μυς τού προσώπου β.… … Dictionary of Greek
γλειφιτσούρι — γλειφιτσούρι, το και γλειφιτζούρι, το είδος καραμέλας που στηρίζεται σε ξύλινο ή πλαστικό στέλεχος από όπου την κρατούν τα παιδιά για να τη γλείφουν: Πήρα μερικά γλειφιτσούρια για τα ανίψια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παστίλια — η (λ. ιταλ.), χάπι ή φάρμακο σε μορφή καραμέλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)